- τρισέληνος
- -ον, Α1. αυτός που αντιστοιχεί σε τρεις σελήνες («πλάτος τρισέληνον», Πλούτ.)2. αυτός που διαρκεί τρεις σελήνες, τρεις νύχτες («Ἀλκμήνης τρισέληνος ἀκοίτης», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. δωδεκα-σέληνος].
Dictionary of Greek. 2013.